- συνθετήριο
- τοόργανο τυπογραφικό, όπου γίνεται η τμηματική στοιχειοθέτηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνθετήριο — Μικρό μεταλλικό αντικείμενο με σχήμα στενόμακρης δίεδρης γωνίας, που το χρησιμοποιούν οι στοιχειοθέτες στα παλιού τύπου τυπογραφεία, για να βάζουν εκεί, στη σειρά, τα τυπογραφικά στοιχεία (γράμματα). * * * το, Ν (τυπογρ.) μεταλλικός κανόνας με… … Dictionary of Greek
λινοτυπική μηχανή — Τυπογραφική μηχανή για τη στοιχειοθεσία και την κατασκευή συμπαγών μεταλλικών στίχων. Ειδικότερα, η λ.μ. εκτελεί τη στοιχειοθεσία κατά στίχους (ιταλ. line = στίχος· λινοτυπική κυριολεκτικά σημαίνει στιχοτυπική), το χύσιμο του μετάλλου και τη… … Dictionary of Greek
στοιχειοθετήριο — το, Ν (τυπογρ.) το συνθετήριο … Dictionary of Greek
στοιχειοθετώ — Ν 1. σχηματίζω στο συνθετήριο λέξεις ή στίχους με τυπογραφικά στοιχεία 2. χτυπώ τα πλήκτρα λινοτυπικής ή μονοτυπικής μηχανής για τον σχηματισμό στίχων 3. κάνω φωτοσύνθεση, κάνω φωτοστοιχειοθεσία 4. μτφ. (για πράξεις, ενέργειες, εκδηλώσεις)… … Dictionary of Greek